Η διαπίστωση πως υπάρχει θάνατος
ΣΤΙΧΟΙ Η διαπίστωση πως υπάρχει θάνατος
Το μεσημέρι καρφώνουν τα μάτια μου
τον τυχαίο περαστικό, και βίαια, χωρίς έλεγχο,
τον ονομάζουν εσύ,
γιατί στο κενό που σχηματίζεται εντός μου
και καταλήγει σε σένα αναμφίβολα,
διαγράφεται καθαρά η ύστατή σου επιθυμία
να χαθώ από της ζωής σου την πορεία,
από τους δρόμους σου να εξαφανιστώ σύννεφο μαύρο,
να προσέχω τα βήματά μου να μην αντηχούν
σκόνη και διασυρμό,
να καιροφυλακτώ ακόμη καθημερινά,
να προσπέσω εμπρός στα λάφυρα του θριάμβου σου,
μήπως και λάβω τη διάκριση,
αφού ήμουν κι εγώ από τους ελάχιστους
που διέσωσαν μέσα τους την εικόνα σου,
(δεν λέω τη μορφή σου που ολοένα διαφεύγει,
παρασυρμένη από του καιρού τους δριμείς ανέμους),
ο μοναδικός φάρος της ανείπωτης αλήθειας σου,
αφού υπήρξα για χρόνια αυτός που εξηγούσε
στον ανυποψίαστο διαβάτη για τη αξία της ερημιάς,
ενώ στην πλατεία τα πουλιά είχαν καλύψει εντελώς
με το πυκνό τους πέταγμα τον πλανόδιο εφημεριδοπώλη
και τον αστυνομικό που ύψωνε με οίστρο το κεφάλι του
ανάμεσα στο ανυπότακτο πλήθος,
καραδοκώντας για τον παράνομο της γειτονιάς σου,
που, όπως αποδείχτηκε τελικά,
ο παράνομος ήσουν εσύ,
εγώ ήμουν ο στυλίτης,
ξεχασμένο σπίτι που το χτυπούσε ο βοριάς ατέλειωτα,
η θυελλώδης ορμή της αναισθησίας σου,
μα δεν έπεσε,
αλλ’ ακόμη στέκει,
διστακτικό αλλά πλήρες ονείρων, αναμένοντας
τα επερχόμενα σκοτάδια.
τον τυχαίο περαστικό, και βίαια, χωρίς έλεγχο,
τον ονομάζουν εσύ,
γιατί στο κενό που σχηματίζεται εντός μου
και καταλήγει σε σένα αναμφίβολα,
διαγράφεται καθαρά η ύστατή σου επιθυμία
να χαθώ από της ζωής σου την πορεία,
από τους δρόμους σου να εξαφανιστώ σύννεφο μαύρο,
να προσέχω τα βήματά μου να μην αντηχούν
σκόνη και διασυρμό,
να καιροφυλακτώ ακόμη καθημερινά,
να προσπέσω εμπρός στα λάφυρα του θριάμβου σου,
μήπως και λάβω τη διάκριση,
αφού ήμουν κι εγώ από τους ελάχιστους
που διέσωσαν μέσα τους την εικόνα σου,
(δεν λέω τη μορφή σου που ολοένα διαφεύγει,
παρασυρμένη από του καιρού τους δριμείς ανέμους),
ο μοναδικός φάρος της ανείπωτης αλήθειας σου,
αφού υπήρξα για χρόνια αυτός που εξηγούσε
στον ανυποψίαστο διαβάτη για τη αξία της ερημιάς,
ενώ στην πλατεία τα πουλιά είχαν καλύψει εντελώς
με το πυκνό τους πέταγμα τον πλανόδιο εφημεριδοπώλη
και τον αστυνομικό που ύψωνε με οίστρο το κεφάλι του
ανάμεσα στο ανυπότακτο πλήθος,
καραδοκώντας για τον παράνομο της γειτονιάς σου,
που, όπως αποδείχτηκε τελικά,
ο παράνομος ήσουν εσύ,
εγώ ήμουν ο στυλίτης,
ξεχασμένο σπίτι που το χτυπούσε ο βοριάς ατέλειωτα,
η θυελλώδης ορμή της αναισθησίας σου,
μα δεν έπεσε,
αλλ’ ακόμη στέκει,
διστακτικό αλλά πλήρες ονείρων, αναμένοντας
τα επερχόμενα σκοτάδια.
Στίχοι για το τραγούδι Η διαπίστωση πως υπάρχει θάνατος του έτους σε στίχους Γεράσιμος Δενδρινός και σύνθεση Αμελοποίητα από το album .